- καρπόφυλλον
- καρπό-φυλλον, τό,A = δάφνη Ἀλεξανδρεία, Plin.HN15.131.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρπόφυλλο — Όργανο των αγγειόσπερμων φυτών, που σχηματίζει κλειστό περίβλημα, μέσα στο οποίο βρίσκονται μία ή περισσότερες σπερματικές βλάστες. Το σύνολο των κ. αντιπροσωπεύει το θηλυκό μέρος του άνθους και χαρακτηρίζεται ως γυναικώνας. Κάθε μεμονωμένη δομή… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek